- πιστοποιήσῃ
- πιστοποιέωaccreditaor subj mid 2nd sgπιστοποιέωaccreditaor subj act 3rd sgπιστοποιέωaccreditfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστοποίηση — η 1. η πράξη του πιστοποιώ: Η πιστοποίηση ανήκει στην αρμοδιότητα του Δημάρχου. 2. το έγγραφο, το πιστοποιητικό: Υπέβαλα και σχετική πιστοποίηση του τελωνείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστοποίηση — η / πιστοποίησις, ΝΑ [πιστοποιώ] η ενέργεια τού πιστοποιώ, το να επιβεβαιώνει κανείς κάτι ως αληθινό, επικύρωση νεοελλ. 1. συνεκδ. έγγραφο, ιδίως επίσημο, με το οποίο πιστοποιείται κάτι, πιστοποιητικό 2. φρ. «πιστοποίηση περιουσίας» (νομ.) η… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
Natech — S.A. Type Private Industry Banking Software Computer software Founded Ioannina, Greece (1983, as Computer Store) Headquarter … Wikipedia
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… … Dictionary of Greek
γραφομετρία — η 1. μέτρηση τών διαστάσεων τής γραφής για την πιστοποίηση τής ταυτότητας ή τής διαφοράς δύο γραφικών χαρακτήρων 2. καταμέτρηση επιφανειών με το γραφόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + μετρία*, αντιδάνειο τής Ελληνικής πρβλ. γαλλ. graphometrie] … Dictionary of Greek
διαβεβαίωση — η (AM διαβεβαίωσις) 1. η επιβεβαίωση, η πλήρης πιστοποίηση, η ρητή υπόσχεση 2. (για κληρικούς) α) η βεβαίωση ότι θα πουν την αλήθεια ενώπιον δικαστηρίου τοποθετούν το δεξί χέρι στο στήθος και όχι επί τού Ευαγγελίου, όπως οι λαϊκοί β) η επίσημη… … Dictionary of Greek
εκμαρτύριον — το (AM ἐκμαρτύριον) νεοελλ. μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια μσν. μαρτυρική κατάθεση αρχ. πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη … Dictionary of Greek
επίκριση — η (AM ἐπίκρισις) [επικρίνω] δυσμενής κρίση, μομφή, επιτίμηση νεοελλ. τελική κρίση για τη σημασία και την πρόγνωση νόσου αρχ. 1. απόφαση μετά από έλεγχο 2. κρίση διαιτητή 3. βεβαίωση, πιστοποίηση 4. (στην Αίγυπτο) κρίση για όσους μπορούν να… … Dictionary of Greek